- χεράκι
- το1. υποκορ. του χέρι μικρό χέρι.2. φρ., «Θα τα πούμε ένα χεράκι», θα μιλήσουμε χωρίς επιφυλάξεις ή με λίγα λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χεράκι — το, Ν·1. (κυρίως θωπευτικά) μικρό ή τρυφερό χέρι («δώσ μου το χεράκι σου») 2. φρ. α) «τού τά πα ένα χεράκι» ή «θα τά πούμε ένα χεράκι» με λίγα λόγια, χωρίς περιστροφές β) «δίνω [ή βάζω] ένα χεράκι» συντρέχω, βοηθώ … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
χειρίδιο — το / χειρίδιον, ΝΜΑ, και χιρίδιον Α [χειρίς, ῑδος] νεοελλ. ζωολ. ο ένας από τους δύο τύπους άκρων τών τετραπόδων σπονδυλοζώων μσν. αρχ. χειρίδα, μανίκι αρχ. χεράκι, μικρό χέρι … Dictionary of Greek
χερακώνω — Ν [χεράκι] πιάνω κάτι με το χέρι, αρπάζω … Dictionary of Greek
χερύδριον — τὸ, Α χεράκι («μικύλα τὰ χερύδρια», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ τής λ. χείρ* + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
Μάστορη, Βούλα — (Αγρίνιο 1945 –). Λογοτέχνης. Οι γονείς της, Μικρασιατικής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο μετά την καταστροφή του 1922, ενώ η ίδια ζει στην Αθήνα από το 1952. Ασχολείται ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία (από το 1974), ενώ από το 1993… … Dictionary of Greek
τσιμπηματιά — η 1. σημάδι από τσίμπημα: Το χεράκι του είναι γεμάτο τσιμπηματιές από κουνούπια. 2. τσίμπημα, τσιμπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)